Η τοξική θετικότητα είναι ένα φαινόμενο που έχει αρχίσει να απασχολεί έντονα την ψυχολογία τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για την υπερβολική και συχνά εξαναγκαστική έμφαση στη θετική σκέψη, η οποία οδηγεί στην απόρριψη ή την υποτίμηση των αρνητικών συναισθημάτων. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος επιμένει να «βλέπει τη φωτεινή πλευρά» σε κάθε κατάσταση, ακόμα και στις πιο δύσκολες, συχνά καταλήγει να αρνείται την πραγματικότητα των συναισθημάτων του ή των άλλων. Φράσεις όπως «μην στεναχωριέσαι, σκέψου θετικά» ή «όλα γίνονται για κάποιο λόγο» φαίνονται καλοπροαίρετες, αλλά στην πραγματικότητα λειτουργούν ως τρόποι αποφυγής του πόνου και ακύρωσης της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η ρίζα αυτής της τάσης εντοπίζεται στην κουλτούρα της αυτοβοήθειας που αναπτύχθηκε έντονα από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Εκείνη την περίοδο, η ιδέα ότι «οι σκέψεις μας δημιουργούν την πραγματικότητά μας» έγινε εξαιρετικά δημοφιλής, συχνά χωρίς επιστημονική βάση. Αργότερα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενίσχυσαν αυτήν τη νοοτροπία, προβάλλοντας συνεχώς εικόνες ευτυχίας, επιτυχίας και θετικής ενέργειας. Η διαρκής έκθεση σε τέτοιες εικόνες οδήγησε πολλούς ανθρώπους να πιστεύουν ότι η ευτυχία είναι υποχρέωση, και ότι κάθε άλλο συναίσθημα – όπως λύπη, θυμός ή φόβος – είναι ένδειξη αδυναμίας. Παράλληλα, η εταιρική κουλτούρα με τα συνθήματα «χαμόγελο στη δουλειά» και «όλα γίνονται αν έχεις θετική στάση» συνέβαλε ακόμη περισσότερο στη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης ότι η θετικότητα είναι δείκτης επιτυχίας και όχι συναισθηματικής ανωριμότητας.
Ωστόσο, η θετική ψυχολογία – ως επιστημονικός κλάδος – ουδέποτε υποστήριξε την άρνηση των αρνητικών συναισθημάτων. Αντιθέτως, εστιάζει στην καλλιέργεια ευημερίας μέσα από την αποδοχή και την κατανόηση όλου του συναισθηματικού φάσματος. Η τοξική θετικότητα αποτελεί μια παρερμηνεία αυτής της προσέγγισης, καθώς προωθεί μια επιφανειακή αισιοδοξία που συχνά καταλήγει να πνίγει την αυθεντικότητα.
Οι επιπτώσεις της τοξικής θετικότητας μπορεί να είναι ιδιαίτερα βλαπτικές. Καταρχάς, ακυρώνει τα συναισθήματα. Όταν κάποιος σου λέει «μην στεναχωριέσαι», ουσιαστικά σου αφαιρεί το δικαίωμα να νιώθεις και σε εμποδίζει να επεξεργαστείς τον πόνο σου. Επιπλέον, δημιουργεί ενοχή και ντροπή, καθώς καλλιεργεί την πεποίθηση ότι κάτι δεν πάει καλά με σένα αν δεν είσαι συνεχώς χαρούμενος. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να επιδεινώσει ψυχικές δυσκολίες όπως το άγχος ή την κατάθλιψη. Η τοξική θετικότητα επίσης απομονώνει, αφού μας κάνει να αποφεύγουμε την ειλικρινή επικοινωνία για τα δύσκολα συναισθήματα. Και τέλος, αποδυναμώνει την ενσυναίσθηση – όταν αντί να ακούμε τον άλλον του λέμε απλώς «όλα καλά θα πάνε», του δείχνουμε ότι δεν παίρνουμε στα σοβαρά τον πόνο του.
Η αντιμετώπιση της τοξικής θετικότητας δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε αρνητικοί, αλλά αυθεντικοί. Χρειάζεται να αναγνωρίζουμε όλα μας τα συναισθήματα χωρίς κρίση και να δίνουμε στον εαυτό μας άδεια να βιώνει και τα δύσκολα. Η γνήσια ενθάρρυνση δεν είναι να πούμε «μην κλαις», αλλά «είναι φυσιολογικό να νιώθεις έτσι». Η ευτυχία δεν είναι μόνιμη κατάσταση, αλλά στιγμές μέσα σε ένα ευρύτερο φάσμα εμπειριών. Η αποδοχή αυτού του φάσματος είναι ένδειξη ψυχικής ωριμότητας, όχι αδυναμίας.
Συνοψίζοντας, η τοξική θετικότητα αποτελεί ένα παράδοξο της σύγχρονης εποχής. Ζούμε σε μια κοινωνία που μιλά διαρκώς για ευεξία και καλή ενέργεια, αλλά συχνά δεν αφήνει χώρο για τα αληθινά, δύσκολα συναισθήματα. Η αληθινή ψυχική υγεία δεν βρίσκεται στην επιφανειακή αισιοδοξία, αλλά στην ικανότητα να αποδεχόμαστε και να αντέχουμε ολόκληρο το φάσμα των συναισθημάτων μας. Μόνο μέσα από αυτή την αποδοχή μπορούμε να προσεγγίσουμε μια πραγματική, ουσιαστική ισορροπία.



